κήρωμα

κήρωμα
και κέρωμα, το (ΑΜ κήρωμα) [κηρώ]
η επικάλυψη, η επάλειψη ενός αντικειμένου με κερί
μσν.-αρχ.
τόπος κοντά στην παλαίστρα όπου οι αθλητές άλειφαν το σώμα τους με ύλη που περιείχε κερί
μσν.
μτφ. παλαίστρα
αρχ.
1. το επικάλυμμα από κερί
2. πράγμα επικαλυμμένο με κερί και κυρίως πίνακας επιχρισμένος με κερί, ο οποίος χρησίμευε για γραφή
3. αλοιφή από κερί, κεραλοιφή
4. επίχρισμα από υγρή ύλη με κερί, με το οποίο αλείφονταν οι παλαιστές
5. συνεκδ. το αλειπτήριον*, ο τόπος όπου γινόταν η επίχριση τών παλαιστών
6. μτφ. η προετοιμασία για πνευματικό αγώνα ή ο τόπος όπου γινόταν αυτή η προετοιμασία, το διδασκαλείον* («ἀσκηθεὶς οὐκ ἐν παλαίστραις καὶ κηρώμασιν ἀκινδύνων σοφιστῶν», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κήρωμα — wax salve neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρωμάτων — κήρωμα wax salve neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρώμασι — κήρωμα wax salve neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρώμασιν — κήρωμα wax salve neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρώματα — κήρωμα wax salve neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρώματος — κήρωμα wax salve neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρωματικός — κηρωματικός, ὁ (Α) [κήρωμα] 1. αυτός που παρασκεύαζε κηρώματα, αλοιφή από κηρό 2. αυτός που γινόταν με κήρωμα 3. παλαιστής αλειμμένος με κήρωμα …   Dictionary of Greek

  • κηρωματιστής — κηρωματιστής, ὁ (Α) αυτός που άλειφε με κήρωμα, με κεραλοιφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κήρωμα, πιθ. μέσω ενός αμάρτ. *κηρωματ ίζω] …   Dictionary of Greek

  • Ceroma — (Greek: κήρωμα) was a word which first appeared in the works of the two Roman poets Juvenal and Martial and has come to be defined as a mixture of oil, wax and earth; or, a cloth with which ancient wrestlers rubbed themselves, not only to make… …   Wikipedia

  • ceroma — (Del lat. ceroma < gr. keroma.) ► sustantivo femenino HISTORIA Sustancia compuesta de cera principalmente, usada por los gladiadores para frotarse el cuerpo antes de empezar la lucha. * * * ceroma (del lat. «cerōma», del gr. «kḗrōma») f.… …   Enciclopedia Universal

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”